- στάχωμα
- το, ΝΜ [σταχῶ, -ώνω]1. το δέσιμο βιβλίων, κυρίως χειρόγραφων κωδίκων2. σκληρό περίβλημα βιβλίου ή χειρογράφου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στάχωμα — το 1. δέσιμο βιβλίων και κυρίως χειρόγραφων κωδίκων. 2. σκληρό περίβλημα βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
σταχώνω — σταχῶ, όω, ΝΜ δένω βιβλίο με στάχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ(ς), με αρχική σημ. «δένω στάχια», από όπου γενικά «δένω» και για βιβλία «βιβλιοδετώ»] … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — η η συρραφή και η ένωση των τευχών ή των φύλλων σε βιβλίο και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το στάχωμα ή κότσωμα: Το βιβλίο αδικείται από την άσχημη βιβλιοδεσία του, παρά το καταπληκτικό περιεχόμενό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)